μύηση

μύηση
Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη μυστηριακή μ., όπως είναι η φυλετική μ. που χρησιμεύει για να δώσει θρησκευτική μορφή στην εισαγωγή των νέων στην κοινωνία των ενηλίκων. Μεταξύ της μυστηριακής και της φυλετικής μ. υπάρχει όχι μόνο ιστορική, αλλά και αναλογική σχέση: πράγματι, η πρώτη προέρχεται από τη δεύτερη. Η φυλετική μ. είναι τελετή δημόσιου χαρακτήρα· στην εκτέλεση της λαμβάνει μέρος ολόκληρη η κοινότητα, γι’ αυτό και ξεχωρίζει από τις τελετουργίες της εφηβείας, οι οποίες γίνονται ιδιωτικά με την ευκαιρία του φυσιολογικού περάσματος του ατόμου στην εφηβική ηλικία. Η τελετουργία της εφηβείας και η φυλετική μ. μπορούν όμως να συμπέσουν, γιατί περιλαμβάνουν συνήθως μυούμενους και μεταξύ των εφήβων. Σχετικά με τη φυσιολογική ενηλικίωση, η φυλετική μ. μπορεί να γίνει νωρίτερα ή αργότερα, ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές απαιτήσεις των διάφορων λαών, εφόσον μόνο μέσω αυτών η κοινότητα αποκτά νομικά (ή θρησκευτικά, που είναι το ίδιο σ’ ένα τέτοιο πνευματικό περιβάλλον) ένα νέο μέλος, ή τουλάχιστον μόνο μέσω αυτών το άτομο «μεταμορφώνεται» σε ενήλικο, ενώ παραβλέπεται τελείως η φυσική μεταμόρφωση, η οποία δεν έχει καμιά σημασία χωρίς την τελετουργία της μ. Π.χ. ένας που δεν έχει μυηθεί δεν μπορεί να βρει σύζυγο, σαν να ήταν ανήλικο παιδί. Η φυλετική μ. γίνεται περιοδικά. Η συχνότητα μπορεί να είναι ετήσια ή και αραιότερη (συνήθως από 2 έως 5 χρόνια, αλλά δεν λείπουν και μεγαλύτερες περίοδοι, π.χ. 18 χρόνια, όπως γίνεται σε έναν λαό της Νέας Γουινέας). Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις μ. που δεν είναι συνδεδεμένες με μια ορισμένη περίοδο, αλλά καθορίζονται κάθε τόσο με βάση τη σύμπτωση ιδιαίτερων γεγονότων. Η περίπτωση πάντως των μ., είτε αυτές είναι ετήσιες είτε όχι ή διαφορετικά καθορισμένες, είναι πάντοτε η ανανέωση της κοινωνίας, νοούμενη κατά ποικίλους τρόπους στους διάφορους λαούς, ως αρχή ενός νέου σημαντικού κύκλου. Οι μυημένοι με την ίδια ευκαιρία αποτελούν συνήθως ένα αλληλέγγυο σύνολο, λίγο - πολύ επίσημα αναγνωρισμένο, που ονομάζεται τάξη της ηλικίας. Μερικές φορές η μ. παρατείνεται χρονικά με διακοπές ακόμα και μερικών χρόνων, και τερματίζεται μόνο ύστερα από τελετουργίες που γίνονται σε διάφορες χρονικές αποστάσεις η μία από την άλλη. Στην περίπτωση αυτή έχουμε μερικές φορές τους λεγόμενους βαθμούς μ., που ξεχωρίζουν στην κοινωνία τα άτομα, ανάλογα με τις τελετουργίες μ. που έχουν πραγματοποιηθεί. Άντρες και γυναίκες μυούνται χωριστά, με αυστηρό αποκλεισμό των αντιπροσώπων του αντίθετου φύλου στις αντίστοιχες τελετουργίες. Οι γυναικείες μ., αν και βασικά ίδιες με τις ανδρικές, είναι συνήθως λιγότερο περίπλοκες, είτε εξαιτίας της κατώτερης θέσης της γυναίκας (γι’ αυτό και για τις κατώτερες λειτουργίες, που καλείται να πραγματοποιήσει ως ενήλικη, η γυναίκα δεν έχει ανάγκη από μια περίπλοκη μ. όπως ο άντρας), είτε γιατί συχνά η είσοδος της γυναίκας στην κοινωνία γίνεται με την τελετουργία του γάμου, η οποία αντικαθιστά κατά ένα μέρος την τελετουργία μ. Στην ανάπτυξη της μ. μπορούν να διακριθούν τρεις ουσιαστικές φάσεις: οι τελετουργίες της απόσπασης από την παιδική ηλικία, οι τελετουργίες μιας δευτερεύουσας περιόδου, κατά την οποία ο μυούμενος δεν είναι ούτε παιδί, αλλά ούτε και ενήλικος, και οι τελετουργίες της εισαγωγής στην ενηλικίωση. Η πρώτη και τελευταία φάση τονίζονται κατά ποικίλους τρόπους (μερικές φορές η απόσπαση θεωρείται σαν μια τελετουργική απαγωγή από τη μητέρα), αλλά η δεύτερη είναι η πιο σημαντική, μια κι είναι εκείνη κατά την οποία γίνεται η «μεταμόρφωση» του μυούμενου. Οι νεοφώτιστοι, κατά τη διάρκεια της φάσης αυτής, ζουν σε απομόνωση έξω από το χωριό (στο δάσος τις πιο πολλές φορές, το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα μη ανθρώπινο) μια ζωή «διαφορετική» από την ανθρώπινη, όπως την επιβάλλουν τα τοπικά έθιμα: ντύνονται, στολίζονται, τρέφονται διαφορετικά, μιλάνε μερικές φορές ακόμα και διαφορετική γλώσσα, συμπεριφέρονται με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο θα συμπεριφέρονται όταν γίνουν «άντρες». Κάτω από την καθοδήγηση εκπαιδευτών μαθαίνουν όλα όσα θα τους χρειαστούν για να ζήσουν ως ενήλικοι: τέχνες, κανόνες, παραδόσεις, μύθους, ιδεολογίες, λατρείες, χορούς κλπ.· υπόκεινται σε τελετουργίες, σε δοκιμασίες, σε κακομεταχείριση, υφίστανται τατουάζ, κοψίματα, ακρωτηριασμούς, εντομές, εξαγωγές δοντιών κλπ., ανάλογα με τις τοπικές συνήθειες: όλα αυτά στην ουσία έχουν σκοπό να μεταμορφώσουν το άτομο και να το κάνουν να γίνει άντρας, ενεργώντας πάνω στο σώμα του όπως θα ενεργούσαν σε μια ακατέργαστη ύλη, εισάγοντάς του νέες «δυνάμεις» ή «ικανότητες» μαγικού χαρακτήρα. Από τους μυητικούς ακρωτηριασμούς, πιο διαδεδομένη είναι η περιτομή. Σ’ αυτήν αντιστοιχεί, στη μ. των γυναικών, η κλειτοριδεκτομή: ένας περιοδικά εμφανιζόμενος συμβολισμός στις μυητικές τελετές είναι ο συμβολισμός του θανάτου και της εκ νέόυ γέννησης: ο μυούμενος υπόκειται σ’ ένα τελετουργικό θάνατο που πραγματοποιεί την οριστική απόσπαση από την προηγούμενη παιδική ζωή κι ύστερα, με άλλες τελετουργίες, «ξαναγεννιέται» στη νέα ζωή του ενήλικου. Η φυλετική αυτή μ. πιστεύεται ότι βρίσκεται στη βάση των μυστηρίων, όπως ασκούνται σε λαούς με πιο προηγμένο πολιτισμό ή και σε νεώτερες θρησκευτικές, συνωμοτικές και άλλες μυστικές εταιρείες και αδελφότητες (π.χ. στη Φιλική Εταιρεία). Σκηνή μύησης στα μυστήρια, όπως εικονίζεται σε ένα τμήμα από τις τοιχογραφίες της «Έπαυλης των Μυστηρίων», στην Πομπηία? η εικόνα παρουσιάζει δύο στιγμές της μύησης: τη μαστίγωση και τον οργιαστικό χορό. Στιγμιότυπο από τη τελετουργία της «μύησης του αίματος» στη φυλή των Μασάι? ο νεαρός πίνει το αίμα που τρέχει από τον λαιμό ενός μοσχαριού.
* * *
η (ΑΜ μύησις) [μυώ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυώ, η κατήχηση και η εισαγωγή κάποιου στα θρησκευτικά μυστήρια («ἥδιστα δὲ τοῑς ἀνθρώποις ἑορταὶ καὶ εἱλαπίναι πρὸς ἱεροῑς καὶ μυήσεις καὶ ὀργιασμοί», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) προσηλυτισμός, η προσχώρηση και η συμμετοχή κάποιου σε μυστική υπόθεση ή κίνηση θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού ή άλλου χαρακτήρα («η μύηση στη Φιλική Εταιρεία»)
2. τελετή με την οποία γίνεται η πρόσληψη κάποιου σε μυστική εταιρεία ή σε θρησκευτική αδελφότητα, η μυσταγωγία
3. εκμάθηση τών μυστικών τέχνης ή επιστήμης («μύηση στην αγιογραφία»)
(μσν. -αρχ.) το βάπτισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μύηση — η 1. η εισαγωγή σε μυστήρια, σε θρησκευτική οργάνωση: Η μύησή του στο βουδισμό έγινε από έναν ιερέα του Θιβέτ. 2. εμπιστευτική εισήγηση σε μυστική ομάδα ή οργάνωση: Η μύηση στη Φιλική Εταιρεία γινόταν με απόλυτη μυστικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυήσῃ — μυήσηι , μύησις initiation fem dat sg (epic) μυάω compress the lips aor subj mid 2nd sg (attic ionic) μυάω compress the lips aor subj act 3rd sg (attic ionic) μυάω compress the lips fut ind mid 2nd sg (attic ionic) μυέω initiate into the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγία — η (ΑΜ μυσταγωγία) [μυσταγωγός] 1. εισαγωγή, κατήχηση στα σχετικά με τα θρησκευτικά, μύηση 2. η θυσία τού αίματος και τού σώματος τού Χριστού από τον ιερέα κατά τη θεία λειτουργία («ἡμεῑς τοῡ ἁγιωτάτου πατριάρχου μνημονεύομεν ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ»,… …   Dictionary of Greek

  • τελεσφορία — ἡ, Α [τελεσφόρος] 1. μύηση σε μυστήρια, μυσταγωγία («τελεσφορία ἐπετήσιος», Καλλ.) 2. (γενικά) κάθε εορτή ή τελετή όμοια με μύηση 3. η καταβολή τέλους, φόρου 4. ωρίμαση καρπού …   Dictionary of Greek

  • τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… …   Dictionary of Greek

  • βουντού — (voodoo). Θρησκεία της Καραϊβικής, στην Κεντρική Αμερική, που προήλθε από τους μαύρους της Αϊτής και πήρε στοιχεία από τους απογόνους των δούλων που μεταφέρθηκαν από την Αφρική κατά τους αποικιακούς χρόνους. Β. στη γλώσσα του Μπενίν (δυτικές… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”